γκιˬαουρογεννημένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬαουρογεννημένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκιˬαουρογεννημένος ἐπίθ. Γ.Δροσίν, εἰς Ἑστ. 21 (1886), 63.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκιˬαούρης καὶ τοῦ γεννημένος, μετοχ. τοῦ γεννῶ.
Σημασιολογία
Ὁ γεννηθεὶς ἐκ γονέων χριστιανῶν, ἀπίστων κατὰ τὴν ὀθωμανικην ἀντίληψιν. ᾎσμ. Καλά, μωρὲ γεννίτσαρε, γκιˬαουρογεννημένε, κι ἂς μὴ μὲ ποῦν Χαλήλμπεη ἂν δὲν σοῦ τήνε πάρω! Πβ. Τουρκογεννημένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA