γκίζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκίζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γκίζα ἡ, (ΙΙ) Πελοπν. (’Αχαΐα Ἦλ.) -Π. Γεννάδ., Λεξ. Φυτολ., 981 -Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
’Αγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Τερφεζία ἡ γεννάδειος (Terfezia gennadii) τῆς οἰκογ. τῶν Τερφεζιιδῶν (Terfeziaceae) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀλεπίτσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA