γουρνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουρνιˬάζω Ἀθῆν. Ἄνδρ. Κρήτ. (Βιάνν. Ραμν. κ.ἀ.) Πειρ. Πελοπν. (Ἀνώγ. Βλαχοκερ. Κερπιν. Τρίκκ.) Τῆν. (Ἰστέρν.) γουρνιˬάζου Εὔβ. (Λιχὰς) Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Γρεβεν. Δεσκάτ. Καστορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γουρνιˬάζουρ ἔνι Τσακων. (Πραστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούρνα.
Σημασιολογία
1) Σχηματίζω γούρναν, ἀβαθῆ λάκκον, ἰδίως πέριξ τῆς ρίζης τῶν δένδρων, ἵνα διευκολύνεται τὸ πότισμα αὐτῶν Ἀθῆν. Ἄνδρ. Κρήτ. (Ραμν.) Μακεδ. (Γρεβεν. Δεσκάτ.) Πειρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Τσακων. (Πραστ.): Πιˬάσε νὰ γουρνιˬάσῃς μερικὰ δέντρα, γιˬατὶ θὰ ποτίσω αὔριο Ἀθῆν. Πειρ. Καθὼς γούρνιˬαζε τὸ κλῆμα, ἔκοψε μερικὲς ρίζες αὐτόθ. Γουρνιˬάζεις τώρα ἢ σκαλίζεις; αὐτόθ. Τσὶ ᾽ ἐγουρνιˬάερε ἔτρου τὸ προζύμι; (διατί ἔκαμες λάκκον εἰς τὸ προζύμι;) Πραστ. Συνών. ξελακκώνω Καὶ ἀμτβ. κατὰ τρίτον πρόσωπον, σχηματίζεται γούρνα, λάκκος καὶ τὸ εἰς αὐτὸν ὕδωρ παραμένει στάσιμον Κρήτ. (Βιάνν. Ραμν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Γρεβεν. Δεσκάτ. Κακοπλεύρ. Καστορ.) Πελοπν. (Ἀνώγ. Βλαχοκερ. Κερπιν. Τρίκκ.) Τῆν. (Ἰστέρν.) Τσακων. (Πραστ.): Γουρνιˬάζει τὸ νερὸ Βιάνν. Πῆγε ᾽κεῖ ποὺ γούρνιˬαζε τὸ ποτάμι κιˬ ἄκουγε τοὺς φορδάκους (== βατράχους) Τρίκκ. Ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ τὸ νερὸ γουρνιˬάζει μέσ᾽ ᾽ς τὸ χωράφι Βλαχοκερ. Τὸ δῶμα ἔχει κλίση, ἀλλιˬῶς θὰ γουρνιˬάσῃ Ἰστέρν. Ἰκεῖ γουρνιˬάζ᾽ τοὺ μέρους Κακοπλεύρ. Ἐγουρνιˬάε τὸ αὐάτσι τσ᾽ ᾽ὄ ᾽νι ἔγκουντα τὸ ὕο (ἐσχηματίσθη γούρνα εἰς τὸ αὐλάκι καὶ δὲν πηγαίνει, δὲν φεύγει τὸ νερὸ) Πραστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA