γούρνιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούρνιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γούρνιˬασμα τό, Ἄνδρ. Μακεδ. (Γρεβεν.) Πελοπν. (Κερπιν. Μεγαλόπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουρνιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἄνοιγμα λάκκου περὶ τὴν ρίζαν τῶν ἑσπεριδοειδῶν κατὰ τὸν Μάιον πρὸς ποτισμὸν αὐτῶν Ἄνδρ. Συνών. γούβιˬασμα, ξελάκκωμα. 2) Λάκκος φυσικὸς εἰς τὸν ὁποῖον λιμνάζουν ὕδατα Μακεδ. (Γρεβεν.) Πελοπν. (Κερπιν. Μεγαλόπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.): Ἔρριξε φλόμο ᾽ς τὸ γούρνιˬασμα τοῦ ποταμιˬοῦ, γιˬὰ νὰ ψοφήσουνε τὰ ψάριˬα νὰ τὰ πιˬάσῃ Μεγαλόπ. Συνών. γούρνα Α6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA