γκίνιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκίνιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γκίνιˬα ἡ, σύνηθ. gίνιˬα πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Γαλλ. guigne=κακοτυχία.
Σημασιολογία
᾿Αντίξοος περίστασις, ἀτυχία, ἰδίως ἐπὶ τυχηρῶν παιγνίων σύνηθ.: Εἶχε σήμερα μιˬὰ γκίνιˬα ’ς τὸ πόκερ, ποὺ δὲν λέγεται! Εὐτυχῶς ποὺ δὲν ἔχασε περισσότερα μὲ τέτο͜ια φοβερὴ γκίνια. Αὐτὸς μὲ τέτο͜ες γκίνιˬες πάει ντουγροῦ γιˬὰ φαλλιμέντο σύνηθ. Ηὕραμι π’λλέλιˬα, ἀμ’ ’ὲ dὰ χτυπούσαμι, εἴχαμι gίνιˬα ἐτεί’ τ’ν ἡμέρα Λέσβ. Συνών ἀβολεˬὰ 1, (ἀβολεσιˬὰ 1, ἀνακατωγύρισμα 2, ἀναποδιˬὰ 1α, ἀστοχιˬὰ 1, χασούρα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ ’ς τ’ Γκίνιˬα Ἤπ. (Φιλιάτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA