ἀπανεμίδι (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανεμίδι (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανεμίδι τό, (Ι) Σίφν. Χίος (Βολισσ. κ.ἀ.) –ΠΓεννάδ. 889.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἀνεμίδι (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Ἀπανεμίδα (Ι), ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ σομφὸς κόκκος τῶν δημητριακῶν, τὰ ζιζάνια καὶ λοιπὰ ἀπορρίμματα τὰ ὁποῖα μένουν ἐντὸς τοῦ κοσκίνου μετὰ τὸ λίχνισμα Σίφν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/