ἀπανεμίδι (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανεμίδι (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανεμίδι τό, (ΙΙ) Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’πανεμίδι Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπανεμίδα (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Ἀπανεμίδα (ΙΙ), ὃ ἰδ., Κρήτ.: Κάτσε ’ς τὸ ’πανεμίδι νὰ μὴ gρυγιˬαδώνης. ᾽Επαέ ’ναι ’πανεμίδι, γιˬατί ’ναι νοτικό. 2) Ἐπανωφόριον Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὅλο μου τ’ ἀπανεμιδι ᾽ναι τὸ bελερινάκι εὐτό. Συνών. ἀπανεμιˬὰ Β6.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA