γοῦρνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοῦρνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γοῦρνος ὁ, Αἴγιν. κοῦρνος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Πληθ. κούρνους τά, Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γοῦρνος. Βλ. Miklosich - Müller, Acta, 3,57 «φρέαρ μετὰ μαρμαρίνου περιστομίδος καὶ γούρνου».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/