ἀπανεμοκυκλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανεμοκυκλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπανεμοκυκλίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀπονεμοκυκλίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’πονεμοκυκλίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀνεμοκυκλίζω (Ι).

Σημασιολογία

Τελειώνω τὸ ἀνεμοκύκλισμα ἤτοι τὴν ἐκτύλιξιν τοῦ νήματος ἀπὸ τῆς ἀνέμης καὶ μεταφορὰν αὐτοῦ εἰς τὰ μασούρια ἢ καλάμια: ᾿Επονεμοκύκλισά το χτὲ βράδυ, ᾿ιˬατὶ ἤτονε ξένη ἡ ἀνέμη καὶ βιˬάζασί με. Ὅσο κιˬ ἂν ἔκανα γλήορα, δὲ dὸ ᾽πονεμοκύκλιζα χτές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/