γουρνούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρνούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρνούλα ἡ, Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Ναρθάκ.) Μακεδ. (Βλάστ.) Στερελλ. (Ἀμφιλοχ. Λαμ. Σπάρτ. Τοπόλ. Φθιῶτ.) - Δ. Λουκοπ., Ποιὰ παιγνίδ. παίζουν τὰ Ἑλληνόπ., 49.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γούρνα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλα.

Σημασιολογία

1) Γουρνὶ 1, τὸ ὁπ. βλ., Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Ναθράκ.) Στερελλ. (Ἀμφιλοχ. Σπάρτ. Φθιῶτ.): Τὰ πόδιˬα τὰ πλιˬένουμι ἰδῶ ᾽ς τ᾽ γουρνούλα Ναθράκ. Ἔ᾽ νιˬὰ γουρνούλα ᾽κεῖ πέρα κὶ πί᾽ς νιρὸ Φθιῶτ. β) Γουρνίτσα 1Β, τὸ ὁπ. βλ., Μακεδ. (Βλάστ.) 2) Γουρνίτσα 2, τὸ ὁπ. βλ., Στερελλ. (Τοπόλ.) - Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. 3) Γουρνίτσα 3, τὸ ὁπ. βλ., Στερελλ. (Σπάρτ.): Ἰκεῖ ᾽ς τὴ γουρνούλα τοῦ ᾽μπηξι τοὺ μαχαίρ᾽ κὶ τοὺ ἔσφαξι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/