ἀπάννιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάννιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπάννιˬαστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀπάννιˬαστους Μακεδ. Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παννιˬαστὸς<παννιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς διὰ τῆς πάννας ἀπὸ τοὺς ἄνθρακας καὶ τὴν στάκτην, ἐπὶ φούρνου Μακεδ. Συνών. ἀπάννιστος 3. 2) Ὁ μὴ μαρανθείς, κυρίως ἐπὶ χόρτων πολλαχ.: Ἀπάννιˬαστα χόρτα. Συνών. ἀμαράγγιˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA