ἄπαννος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπαννος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπαννος ἐπίθ. Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. παννίζω κατὰ τὸ σχῆμα καρπίζω - ἄκαρπος κττ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 109.
Σημασιολογία
1) Ἀπάννιστος 2, ὃ ἰδ.: Ἄπαννον ᾽σωκάρτιν (ἐσωκάρδιον). 2) Ἀβλαβής, σῶος, ὑγιής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA