γουρουναδέλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουναδέλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρουναδέλα ἡ, ἐνιαχ. γουρ᾽ναδέλα Λῆμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρουνάδα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έλα.

Σημασιολογία

Τὸ θαλάσσιον ὄστρεον Κόγχη τῆς ᾽Αφροδίτης (Concha venerea) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀφροδιτιδῶν (Veneridae), τὸ ὁποῖον ὅστρεον ἀναρτοῦν εἰς τὸν λαιμὸν τῶν παιδίων ὡς προφυλακτικὸν κατὰ τῆς βασκανίας, ἡ χοιρίνη τῶν Ἀρχαίων, ἔνθ᾽ ἀν Συνών. βασκαντῆρα 2, γουρούνα 5, γουρουνάκι 4, γουρουνακίδα, γουρουνίτσα 3, κλάστρα, μαρίτσα, ματοπιˬάστρα, σβυρνιˬά, τζερμπουτζίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/