βασιλόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασιλόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βασιλόπουλλο τό, βασιλόπουλλον Πόντ. βασιλλόπουλλουν Λυκ. (Λιβύσσ.) βασιλόπουλλο κοιν. βασ’λόπ’λλο Μύκ. κ.ἀ. βασιλόπ’λλου Λέσβ. κ.ἀ. βασ’λόπ’λλου βόρ. ἰδιώμ. βασιόπουλλε Τσακων. βασιλόπουλτο ᾿Αστυπ. βασιλεόπουλλο Θήρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τῆν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -πουλλο.

Σημασιολογία

Τέκνον βασιλέως ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βασιλόπουλλο Κρήτ. Βασιλεˬόπουλλο Κρήτ. Συνών. *βασιλέλλι (Ι), βασιλοπαίδι, *βασιλόπικο, βασιλοπούλλι 2, βασιλόπουλλος, βασιλούδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/