γουρουνάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρουνάδι τὀ, ἐνιαχ. γουρ᾽νάδ᾽ Ἴμβρ. g᾽ρουνάιν Χίος (Ὄλυμπ. Πυργ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδι, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Ν. Ἀνδριώτ., Ἀθηνᾶ 42 (1930), 182.
Σημασιολογία
1) Χοιρίδιον, χοῖρος γαλαθηνός, τὸ νεογνὸν τοῦ χοίρου Χίος (Ὄλυμπ. Πυργ.): Παροιμ. G᾽ρούνα ἦτο g᾽ρουνάιν ἤκαμε (ἐπὶ τῶν παίδων τῶν ὁμοιαζόντων κατὰ τὸ ἐπίμεμπτον ἦθος πρὸς τὴν μητέρα των) Ὄλυμπ. 2) Ὀσμῆ χοίρου Ἴμβρ. κ.ἀ. Συνών. γουρουνίλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA