ἀπαντικρὺ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαντικρὺ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπαντικρὺ ἐπίρρ. Λεξ. Μπριγκ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀπαντίκρυ Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. ’παντίκρυ Κάλυμν. ’παντίκρυˬα Μακεδ. (Πάγγ.) ἀπαντίκρα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀπαντίκρυτα Μακεδ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἀπαντικρύ.

Σημασιολογία

1) Ἐκ τοῦ ἀπέναντι μέρους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): Τ᾽ἀγρίμ᾿ φά’ κι ἀπαντίκρα. Συνών. ἀντίκρυθε. 2) Εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, ἀντικρύ, ἀπέναντι ἔνθ’ ἀν.: ’Παντίκρυ ’πὸ τὸν καφενὲ Κάλυμν. Κάθιτι ἀπαντίκρυτα Μακεδ. || ᾌσμ. ’Παντίκρυˬα τὴν προυσ’κώθηκι κι᾽ τὴν καλουσουρίζει. -Καλῶς τὴν κόρη πὄρχιτι, καλῶς τὴν μαυρουμμάτα. Πάγγ. Συνών ἀγνάντιˬα Α1, ἀνάγναντα, ἀντικρινά, ἀντίκρυ, ἀντικρυστά, ἀπαγνάντιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/