ἀπάντιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάντιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπάντιˬο τό, ἀμάρτ. ἀπάντιˬου Ἤπ. (Ἰωάνν. Χουλιαρ.) Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπαντῶ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 65 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἀπαντία 1, ὃ ἰδ., Μακεδ.: Βγῆκι ᾿ς ἀπάντιˬου. 2) Μέρος εἰς τὸ ὁποῖον ἀπαγορεύεται ἡ βοσκή, περιωρισμένον, προφυλαγμένον Ἤπ. (Χουλιαρ.): Τοὺν ἔχουμι ἀπάντιˬου φέτους τοὺν κάμπου. 3) Μέρος ὑπήνεμον Ἤπ. (Ἰωάνν. Χουλιαρ.): Κάτσι ’ς τ’ ἀπάντιˬου νὰ μὴ σὶ πιά’ οὑ ἀέρας. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπανεμιˬὰ Α2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/