ἀπαντοχὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαντοχὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπαντοχὴ ἡ, πολλαχ. ἀπαντουχὴ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀπαdοχὴ Ἄνδρ. Θρᾴκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀπαdουχὴ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θεσσ. (Ἀιβάν.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κυδων. Λέσβ. (Πάμφιλ.) Σαμοθρ. ἀποdοχὴ Θρᾴκ. Πάρ. ’παντοχὴ Κάρπ. Πελοπν. (Αἴγ. Βούρβουρ. Καλάμ. Καπαρ. Κυνουρ. Μεγαλόπ. κ.ἀ.) –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 347 –Λεξ. Μπριγκ. ’παντουχὴ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ’παdουχὴ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) ᾿ποντοχὴ Κάρπ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπαντοχή.
Σημασιολογία
1) Ὑπομονή, καρτερία Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Λέσβ. (Πάμφιλ.) Παξ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) –Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Ἔχει μεγάλη ἀπαντοχὴ Παξ. Δὲν ἔ᾽ ἀπαdουχὴ Πάμφιλ. Συνών. ἀναμονὴ 2. 2) Ὑποδοχὴ προσώπου ἐπιστρέφοντος μετὰ μακρὰν ἀπουσίαν Ἄνδρ. Θήρ. Κάρπ.: Καλὴ ἀπαντοχὴ καὶ καλὰ δέξιμο Θήρ. ‖ ᾌσμ. Νά ’χουν τὰ ξένα ᾽ποντοχὴ κ’ ἐγιˬὼ ὁ καμένος θάρος Κάρπ. Συνών. δέξιμο. Πβ. ἀπαντὴ 1. 3) Ἡ ἔμμηνος ρύσις τῶν γυναικῶν Λέσβ.: ’Σ τ᾿ν ἀπαdουχή μ᾿ ἔμ᾿να ἀγγαστρουμέ’. 4) Προσδοκία, ἐλπὶς πολλαχ.: Ἔχω ἢ δὲν ἔχω ἀπαντοχὴ πολλαχ. Εἶχα τ᾿ν ἀπαdουχή μ᾽ ᾽ς τσ᾿ ἐλα͜ιὲς κ᾿ ἰχαλάσανι Αἰδηψ. Ἔχασα τ᾿ν ἀπαdουχή μ᾽ αὐτόθ. Χάθ’κι κάθι ἀπαντουχή μ᾿ Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Δὲν εἶνι κἀμμιˬὰ ’παντουχὴ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Δὲν ἔ’ ’παdουχὴ νὰ γυρίσ’ ᾿π’ τὰ ξένα τοὺ πιδί τ᾿ς Ἤπ. (Ἰωάνν.) Οὕ’ τ᾿ν ἀπαdουχὴ σὶ σένα τ᾿ν ἔχου Θεσσ. (Ἀιβάν.) || ᾌσμ. Πὄχει ’ς τὰ ξένα καρτερεῖ καὶ ’ς τὴ σκλαβιˬὰ ’παdέχει ὁπόχει καὶ ’ς τὴ μαύρη γῆ ἀπαdοχὴ δὲν ἔχει Κεφαλλ. Ἄν ἰδῇς καὶ πάρῃ χῶμα, ἔχε ’παντοχὴ ἀκόμα, ἂν ἰδῇς καὶ πάρῃ πέτρα, πᾶρ’ τὰ μάτιˬα σου καὶ φεύγα Πελοπν. (Καπαρ.) Σὰν κάνουν οἱ ἐλα͜ιὲς κρασὶ κι᾿ τὰ σταφύλιˬα λάδι, τότι νὰ ἔ ᾽ς ἀπαdουχὴ νὰ κλώσου ἀπ᾿ τοὺν ᾍδη Σαμοθρ. – Ποιήμ. ....Χίλιˬων λογιˬῶν θερία ἐξέσχισαν τὸ γένος του καὶ ’παντοχὴ κἀμμία ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Σὲ μιὰ θλιμμένη καμαρούλλα μάννα καὶ κόρη μιὰ ζωὴ καινούργιˬα ἀρχίσανε νὰ ζοῦνε κ᾽ ἴσως μὲ κἄπο͜ια ἀπαντοχή. ΣΣκίπη Προσφυγ. καημ. 32 Συνών. ἐλπίδα. β) Οὐδέν, τίποτε (ἡ σημ. προῆλθεν ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς ἀπραγματοποιήτου ἐλπίδος) Κρήτ.: Δὲν ἔχω-δὲ μ’ ἀπόμεινεν ἀπαdοχή. Ἀπαdοχὴ τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποτάσσει. Ἐδώκασί σου πρᾶμα; -Ἀπαdοχή! Συνών. δροσιˬά, ἐλέησι, πρᾶμα. 5) Στήριγμα ἠθικὸν ἢ ὑλικὸν πολλαχ.: Σύ ’σαι ἡ ἀποdοχή μου Πάρ. Δὲν ἔχω μον’ ἕνα παιδὶ κ᾽εἶναι ἠ μόν’ ἀπαdοχή μου (δὲν ἔχω παρὰ κτλ.) Κρήτ. Ἐκείνη δὰ εἶναι κιˬ αὐτεινοῦ ἡ--ἀπαdοχή του αὐτόθ. Οὕλη μου ἡ ’παντοχὴ ᾿φτοῦνος ὁ κῆπος εἶναι Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἡ ἀπαντουχή μ᾿οὕ’ ’ς τὰ πιδιˬά μ᾿ εἶνι τώρᾳ Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾌσμ. Γιˬατ’ ἀνὲ σὲ σκοτώσουνε εἶσ᾽ ἡ--ἀπαdοχή μας καὶ χάνετ’ ἡ--ὀρπίδα μας καὶ πάει κ᾿ ἡ τιμή μας Κρήτ. Ἤλεγα κ᾿ ἦρτεν ἀρρωστιˬὰ κ᾿ ἐρρώστησες, πουλλί μου, κ’ ἤργησες νά ᾿ρτῃς νὰ σὲ δῶ, θάρος κιˬ ἀπαντοχή μου Κάρπ. Ἡ μηλίτσα ᾽ναι δική μου, συντροφιˬὰ κιˬ ἀπαντοχή μου Χίος. Ἄχ, ψυχή μου κὶ ζουή μου, | σὺ ᾿σι ἡ ἀπαdουχή μου Θρᾴκ. (Αἶν.) 6) Προστασία Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾎσμ. Ἔλα, κιˬουρά μου Παναγιˬά, μὲ τὸ μονοενῆ σου καὶ βάλε με ᾿ς τὴ σκέπη σου καὶ ’ς τὴν ἀπαdοχή σου. Συνών. ἀπάγκε͜ιασμα 2, ἀπάγκε͜ιος 4. 7) Προμήθεια φυλαττομένη διὰ τὴν κακοκαιρίαν Στερελλ. (Εὐρυταν.): Ἰμεῖς τοὺ ’χουμι αὐτὸ γιˬὰ ’παdουχή. 8) Τὸ ἀνδρικὸν μόριον Ἤπ. Συνών. φύσι. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Παντοχὴ καὶ ὡς τοπων. Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA