γουρουνάλατο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνάλατο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρουνάλατο τό, ἐνιαχ. γουρ᾽νάλατο Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ ἁλάτι.
Σημασιολογία
Τὸ χονδρὸν ἅλας, τό χρησιμοπούμενον πρὸς ἁλατισμὸν τοῦ χοιρείου κρέατος ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀλάτι τῆς ἁλυκῆς, χοντράλατο, ἀντίθ. ἀφράλα, ἀφράλατο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA