γουρουνάλειμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνάλειμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρουνάλειμμα τό, ἐνιαχ. γουρ᾽νάλειμμα Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Βερεστ. Γαργαλ. Δίβρ Ἦλ. Λάλ. Λάμπ. Μαργέλ. Ὀλυμπ Παιδεμέν. Τριφυλ. Πυλ. κ.ἀ.)
Σημασιολογία
1) Τὸ χοίρειον λίπος ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬόμισα μὲ ᾽κεῖν᾽ τὸ γουρ᾽νάλειμμα οὕλα τ᾽ ἀγγε͜ιά μου καὶ δὲν ἔχω ποῦ νὰ βάλω τὸ λάδι Πελοπν. (Βερεστ.) Τὸ γουρ᾽νάλειμμα τὸ καῖνε ᾽ς τὸ λυχνάρι καὶ φωτίζει Πελοπν. (Ὀλυμπ.) || ᾎσμ. Σὲ κλαῖν᾽ τὰ γουρ᾽ναλείμματα κ᾽ οἱ γουρ᾽νοτσιγαρίδες (ἐκ μοιρολογ.) Πελοπν. (Βερεστ. Πυλ.) Συνών. ἄλειμμα 3β, ἀλοιφὴ 1, γλίνα 4, γουρουναλοιφή, γουρουνόγλινα, γουρουνόλαδο, γουρουνόλιγδα, γουρουνόλιπα, γουρουνόλιπο, γουρουνόξυγγο, λίγδα, λίπα. 2) Ἐπὶ ἀνθώπων, ὁ ἀγροῖκος Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.): Γουρ᾽νάλειμμα! (ἀγροῖκε!). Συνών. εἰς λ. γουρουνάνθρωπος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA