ἀπαντῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαντῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαντῶ κοιν. καὶ Πόντ (Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἀπαντάω Ἤπ. Ζάκ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Λάστ. Λεντεκ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) –ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2114 –Λεξ. Περίδ. Μ.’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀπαντάου Εὔβ. (Ὄρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ.) Μακεδ. (Ἀνασελ. Βελβ. Κοζ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Καλοσκοπ. Κλών.) ἀπαντοῦ Τσακων. ἀπαdῶ Ἄνδρ. Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ. Παροικ.) Σίφν. ἀπαdάου Θεσσ. (Ἀιβάν. Καλαμπάκ.) Σαμοθρ. ἀμπαντῶ Μῆλ. Νάξ. Τῆν. ἀμπατῶ Μῆλ. Νάξ. ἀbαdῶ Ἴμβρ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Δαμαλ. Δαμαρ. Μέλαν. Φιλότ.) Πάρ. Σῦρ. ἀπεντῶ Πόντ. (Τραπ.) ’παντῶ Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κύπρ. Λέρ. Νίσυρ. Πόντ. Ρόδ. Τῆλ. Χίος ’παντάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ’παdῶ Θήρ. Κάλυμν. Κέως Κρήτ. Κύθν. Σίφν. Σύμ. Τῆν. ’παdάω Κέως ᾿bαdῶ Νάξ. (Γαλανᾶδ. Τσικαλαρ.) Τῆν. ’πεντῶ Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπαντένω Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. Μάν.) –ΑΚαρκαβίτσ. Ἀγάπ. 105 ἀπαντέν-νω Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀπαdένω Κέρκ. Κεφαλλ. ἀπαντήχνω Κάρπ. ἀπαdήχνω Κρήτ. ἀπαντέχνω Ζάκ. ἀπαdίζου Λέσβ. ’παντένου Εὔβ. (Κύμ.) ’παντήχνω Κάρπ. Κάσ. Κῶς Ρόδ. ’παdήχνω. Κρήτ. ’παντήσ-σω Κάσ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀπαντῶ. Ὁ τύπ. ἀπαντένω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπάντησα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ἐπρόφτασα-προφταίνω, δι᾽ ὃ ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 26 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ. 3, ὁ δὲ ἀπαντήχνω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπάντησα-ἀπάντηξα κατὰ τὸ σχῆμα ἐβάρησα-βαρήχνω, ἔρριξα-ρίχνω κττ., δι᾽ ἃ ἰδ. τοῦ αὐτοῦ ΜΝΕ 1,291.

Σημασιολογία

1) Συναντῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Τὸν ἀπάντησα ᾿ς τὸ δρόμο. Ἀπαντηθήκαμε’ς τὸ καφενεῖο κοιν. Ὅπως ἐκατέβαινε εὐτούνη τὴν ἀπαντέχνει ᾽ς τὴ σκάλα (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Ἐκεῖ ποῦ ἐπήγαινε ἀπαντένει μιˬὰν ἄλλη κωπέλλα (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Τὸν ἀπαdήχνει καὶ δὲ dόνε χαιρετᾷ Κρήτ. Ἐπάdηξέ μου ὁ ἀδερφό σου καὶ πάει πέρα αὐτόθ. Τοῦ ’παdήχνει ὁ ἥλιˬος ’ς τὴ στράτα καὶ λέει του (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Χερότερο μελέτι δὲ μ’ ἀπάdηξε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’Σ τὸ δρόμο ποῦ πήαινε τοῦ ’πάdηξε ἕνας γέρως Θήρ. ’Σ σὴ στράταν ἐπέντεσ’ ἀτον Κοτύωρ. Χαλδ. Τὸν ἔχω ἀπαdημένο Ἄνδρ. Ὅπου γύριζες ἀπάντενες ἄντρες ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ᾽ ἀν. Καὶ παθ. Πολλοὺς ἀθρώπ’ς ’πεντέθα ᾿ς σὴ στράταν Κερασ. || Φρ. Χαρεμένα νά ᾽πεντοῦμε τ᾽ ἕναν τ᾿ ἄλλο! (εὐχὴ ἀποχωριζομένων. χαρεμένα=μὲ χαρὰν) Ὄφ. Τίπο κακὸ νὰ μὴ ᾽πεντᾷς! (εὐχὴ πρὸς ἀποδημοῦντα. τίπο=τίποτε) αὐτόθ. Νὰ σ᾽ ἀπαdήξῃ κακὴ ὥρα! (νὰ σοῦ συμβῇ κακόν! Ἀρὰ) Κρήτ. Ὁπού ᾿κλεψε καὶ ποῦ ᾽χασε στραβοὶ ν’ ἀπαντηθοῦνε καὶ ’ς τοῦ κλέφτη τὴν πόρτα νὰ κρεμάσουν τὸν νοικοκύρι! (ἀστεία ἀρὰ) Ζάκ. || Παροιμ. Μήτε τὸ διˬάβολο ν’ ἀπαντήσῃς μήτε τὸ σταυρό σου νὰ κάμῃς (καλὸν εἶναι νὰ μὴ συναντᾷ τις τὸ κακὸν ἔστω καὶ ἂν ἔχῃ τὰ μέσα νὰ τὸ ἀποσοβήσῃ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.) σύνηθ. Ὅπο͜ιοι ἀγαπε͜ιοῦνται συχνὰ ἀπαντε͜ιοῦνται πολλαχ. Γνωμ. Ὅ,τ᾽ εὐτάς ’πεντᾷς (ἀνταμείβεσαι κατὰ τὰ ἔργα σου. εὐτάς=κάμνεις) Ὄφ. Ὄπου σοῦ ’παdήξῃ πλάκα πέζεφνε καὶ γυναῖκα τὴνε χαιρέτα (καὶ νὰ διέλθῃ τις ἔφιππος πλάκα ὀλισθηρὰν ὅπως καὶ νὰ περιφρονήσῃ γυναῖκα εἶναι ἐπικίνδυνον) Κρήτ. || ᾌσμ. Κ᾽ ἐκίνησαν κ᾿ ἐπάγησαν πεζούρα καὶ καβάλλα νὰ πάνε ν᾽ ἀπαντήσουνε τσ᾿ ’Αρβανιτιˬᾶς τ’ ἀσκέρι Ἤπ. Καινούργιˬ’ ἀγάπη καὶ παλα͜ιά, στάσου καινούργιˬα πίσω, καὶ ἡ παλα͜ιὰ μοῦ ’πάdηξε νὰ τὴνε χαιρετίξω Κρήτ – Ποίημ. Τὰ χελιδόνιˬα τ’ ἄχαρα ἂν τύχῃ κιˬ ἀπαντήσῃς, νὰ μοῦ τὰ χαιρετίσῃς μ’ ἕνα γλυκὸ φιλεῖ ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 43 Γιατί καθὼς ποῦ σ’ ἀπαντάει, ξεχνάει τὴ γῆ καὶ θέλει νὰ σέρνεται ἀπ᾿ τὰ χείλη σου ποῦ στάζουν θεῖο μέλι; ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπαντένω 1. 2) Ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ γραπτῶς ἢ προφορικῶς κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Δὲ μπορῶ νὰ σοῦ ἀπαντήσω ἀμέσως. Ἔχω ν᾽ ἀπαντήσω σὲ πολλὰ γράμματα. Τί τοῦ ἀπάντησες ἐσὺ ᾿ς ὅλα αὐτά; κοιν. Μὄκρινι, ἀλλὰ δὲν τ᾿ ἀπάντ᾿σα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χάλιβα νὰ μὶ ἀπαντήῃς τ᾽ ἀγληγουρώτιρου Μακεδ. (Κοζ.) Συνών. ἀπαντένω 2. β) Ἀπαντῶ εἰς ἐπιτιμήσεις, ἀντεπιτιμῶ Σίφν.: Σὲ ἀπαdᾷ καθόλου ἡ γυναῖκα σου; 3) Ἐμποδίζω, κωλύω, ἀποτρέπω Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθν. Μακεδ (Σνίχ. κ.ἀ.) Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Μέλαν.) Νίσυρ. Πάρ. Πελοπν. Ρόδ. Σέριφ. Σίκιν. Σίφν Σύμ. Τῆλ. Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.): ’Πάντηξέ τον νὰ μὴ μὲ δείρῃ Νίσυρ. ’Παντᾷ με κ᾿ ᾽ὲν μὲ ’φίνει νὰ περάσω Τῆλ. Νά ’χα μὴ λάχω ’κε͜ιὰ νὰ τὸν ἀπαdήξω, θελὰ τὸν ἔχει σκοτωμένο Κρήτ. Ἀπάdα τονε νὰ μὴν ἔβγῃ ὄξω νὰ πάῃ νὰ bλεχτῇ Γαλανᾶδ. Ἐγὼ δὲ ’bαdῶ κἀνένα σας καὶ φαωθῆτε μεταξύ σας αὐτόθ. Νὰ τὰ ’παdᾷς τὰ ὀζά σου νὰ μὴ bοῦνε ᾽ς τὸ σπαρμένο μου Κρήτ. Ἀπαdούσινε νὰ μὴ bαίρνου τζοὶ πέτρες αὐτόθ. Ὁ κάβος ἀπαdᾷ τὴ φουρτούνα Κύθν. Ἀπάντα τονε τὸ σκύλλο (ἐνν. νὰ μὴ μὲ δαγκάσῃ) Χίος || Παροιμ. Καλὸς κακὸς ἀπότραφος, πέdε δέκ᾽ ἀνέμους ἀπαdᾷ (ἐπὶ τῆς ὠφελείας καὶ μικρᾶς ἔτι προστασίας) Ἀπύρανθ. Καλὸς κακὸς ὁ φράχτης, πέντ᾽ ἀνέμους ἀπαντᾷ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ρόδ || ᾎσμ. Μουρὴ ψηλή, μουρὴ λιχνή, μουρὴ καγκιλλουφρύδα, τι’ τ᾽ ἀπαντᾷς τοὺ φίλημα, δὲ δί’ς τὰ παλληκάριˬα; Σνίχ. β) Διώκω, ἀποδιώκω Κύπρ. Μακεδ. Ρόδ.: ’Πέντα τοὶς μοῦγιˬες ᾽ποὺ τὸ τραπέζιν Κύπρ. ’Παντῶ τὸ σκύλ-λο Ρόδ. Ἀπαντῶ τὰ π’λλιˬὰ νὰ μὴ φάν τὰ σταφύλιˬα Μακεδ. 4) Σταματῶ, παύω Κύθν. Λέρ.: Γιˬὰ νὰ τοῦ ἀπαdήξῃς τὸν ἐμετὸ τοῦ κάνεις ἕναν ἀφαλίτη Κύθν. β) Περιορίζω, συγκρατῶ Ἄνδρ. Πάρ. (Παροικ.) Χίος: Τὸ βάζει ’ς τὰ πόδιˬα τσ᾽ἀπάdα τηνε! Παροικ. Δὲν ἀπαντε͜ιέται αὐτός! (οὐδεὶς δύναται νὰ τὸν περιορίσῃ) Χίος. 5) Προφυλάττω, φυλάττω Α.Ρουμελ. (Καρ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. κ.ἀ.) Θήρ. Μακεδ. (Ἀνασελ. Καταφύγ.) Νάξ. (Γαλανᾶδ) Πάρ. (Λεῦκ.) Ρόδ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.): Ἀπαντῶ τὸ χωράφι ἀπὸ τὰ ζῷα Ἤπ. Ἀπάντ᾽σι μι ἀπ’ τὰ σ’λλιˬὰ Καταφύγ. ’Πάντα με νὰ μὴ μὲ δείρῃ Ρόδ. Ἰκεῖ ποῦ ᾿νι αὐτὸ τοὺ χουράφ’ δὲν ἀπαντε͜ιέτι Ἀνασελ. Ἀπαντε͜ιοῦμι νὰ μὴ μι χτ’πήσ’ν αὐτόθ. Ἀπαdημένο ἀbέλι Θήρ. || Φρ. Ἀπαντήθ’καν τὰ ’βάδιˬα (ἀπηγορεύθη ἡ βοσκὴ εἰς αὐτὰ) Ἀκαρναν. || Παροιμ. φρ. Ὁ φόβος ἀπαντάει τ᾽ ἀμπέλι (ὁ φόβος τῆς τιμωρίας ἀποτρέπει ἀπὸ τῶν ἀδικιῶν. Συνών. φρ. ὁ φόβος φυλάει τὰ ἔρημα) Καρ. || ᾎσμ. ᾽Σ τὴν πόρτα σου μὲ καρτεροῦν ὀχτροὶ μὲ τὰ μαχαίριˬα, ἔβγα, κυρά μου, ἀπάντα με μὲ τ’ ἄσπρα σου τὰ χέριˬα Ἤπ. 6) Βοηθῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.) Σίφν.: Βγῆκε καὶ μ᾿ ἀπάντησε Ἤπ. Ὁ βασιλεˬὰς ᾿ὲν θὰ μᾶς ἀπαdήσῃ Σίφν. Νὰ φ’λά’ οὑ Θεˬὸς κι᾽ ν᾽ ἀπαντᾷ Βελβ. Πῆγι ν᾿ ἀπαντήσ’ τοὺν δεῖνα κι᾿ τοὶς ἔφαγι κ᾽ ἰκεῖνους Μακεδ. Δὲν τοὺν ἀπαντάει τοὺν ἀδιρφό τ᾽ Χουλιαρ. Συνών. ἀγιˬουτάρω 1, ἀγιˬουτεύω, ἀιδάρω. 7) Ποιμαίνω, βόσκω Κάρπ. Κρήτ. Σίφν.: ’Παdῶ τὰ βούγιˬα Κρήτ. ᾿Εφυγέ μ’ ὁ βοσκὸς καὶ δὲν ἔχει πο͜ιὸς μ᾿ ἀπαdᾷ τὰ ὀζὰ αὐτόθ. Πο͜ιὸς ἀπαdᾷ τὰ πρόβατα; Σίφν. 8) Ἐξοικονομῶ τὰ ἔξοδά μου, ἐπαρκῶ, ἀνταποκρίνομαι εἰς δαπάνας σύνηθ.: Δὲν ἀπαντᾷ τὰ ἔξοδά του σύνηθ. Δουλεύγομε γιˬὰ ν’ ἀπαdήξωμε τὸ ψωμὶ Κύθν. Θὰ βάλῃ λία τσικάλιˬα γιˬὰ ν’ ἀπαdήσῃ τὸ ναῦλο Κίμωλ. Καὶ κατὰ παράλειψιν τοῦ ἀντικ.: Δουλεύει τσαὶ δὲν ἀπαντάει Εὔβ. (Ὄρ.) Γού’ δ’λεύουμ’ κὶ δὲ bουλιˬοῦμι ν᾽ ἀπαdήσουμ’ Σαμοθρ. 9) Ἀπροσ. μ’ ἀπαντάει=δύναμαι Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Τρίκκ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.): Πῶς τὸν ἀπαντάει ταὶ κάνει αὐτό! Τρίκκ. Πῶς τὸν ἀπαντάει ταὶ τοιμᾶται οὕλη νύχτα Κλουτσινοχ. Δὲν τον ἀπαντάει νὰ κάτσῃ Βούρβουρ. Δὲ σ’ ἀπαντάει νὰ καθίσ’ς σὶ κἀμμιˬὰ μιρεˬά; Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/