γκιˬορὲ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬορὲ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γκιˬορὲ ἐπίρρ. Κωνπλ. gιˬορὲ Κρήτ. (Ἡράκλ.) γκιˬουρὲ Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Μακεδ. (Πάγγ.) κιˬορὲ Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ.) κιˬορὲν Πόντ. (Χαλδ.) κιˬορν Πόντ. (Χαλδ.) κορὰ Καππ. (Φάρασ.) κερ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. göre=συμφώνως.
Σημασιολογία
1) Συμφώνως πρός τι, ἐν συμφωνία Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.): ’Σ σὸ εἴπαμε κιˬορὲ ποίσον Κοτύωρ. || Παροιμ. ’Σ σὸ γεργάνι σ’ κιˬορὲν ἅπλωσον τὰ ποδάρ σ’ (γεργάνι=ἐφάπλωμα. Συνών. παροιμ. Ἅπλωνε τὰ πόδιˬα σου κατὰ τὸ πάπλωμά σου κοιν.) Πόντ. 2) Προφανῶς Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Κρήτ. (Ἡράκλ.) Κωνπλ. Μακεδ. (Πάγγ.): Πάει gιˬορὲ-gιˬορὲ νὰ μαλώσωμε Ἡράκλ. Μὶ ἀδίκιψι γκιˬουρὲ-γκιˬουρὲ Πάγγ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA