ἀσπροσάνιδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροσάνιδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπροσἀνιδο τό, πολλαχ. ἀσπρουσάνιδου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄσπρο καὶ σανίδι.

Σημασιολογία

1) Σανὶς ἐκ λευκοῦ ξύλου πολλαχ. 2) Ἀβάκιον ἐκ σανιδίου λείου τὴν ἐπιφάνειαν ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἱ ἀργυραμοιβοὶ καὶ ἔμποροι μετροῦν τὰ ψιλὰ νομίσματα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): Πῆρ᾽ ἄρχοντας τοὺ ἀσπρουσάνιδου κιˬ ἄρχιψι νὰ μιτράῃ τοὶς παρᾶδις (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/