βασιλόσπιτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλόσπιτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασιλόσπιτο τό, Ἤπ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ σπίτι.
Σημασιολογία
1) Βασιλικὴ οἰκία, ἀνάκτορον ἕνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. 2) Ὡραία οἰκία Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA