βασιλόσπορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασιλόσπορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βασιλόσπορος ὁ, ἀμάρτ. βασ’λόσπουρους Στερελλ. (Ἀράχ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ σπόρος.

Σημασιολογία

Βασιλικὸν γένος. Συνών. βασιλικόσπορος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/