γκιˬότσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬότσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκιˬότσι τό, Μ. Χουρμούζ., Μαλακ., 53 -Λεξ. Περιδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γκιˬότσ’ Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Προπ. (Μηχαν.) gιˬότσ’ Θρᾴκ (Σαρεκκλ.) -Π. Παπαχριστοδ., Θρακ. ἠθογραφ., 3, 92 γκιˬόσι Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) γιˬότσι Ἄνδρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ göç=μετοίκησις.

Σημασιολογία

Μετοίκησις, ἀλλαγὴ κατοικίας καὶ ἰδίᾳ ἡ κατὰ τὸ θέρος γινομένη πρὸς παραθερισμόν, ὁ παραθερισμὸς ἔνθ’ ἀν.: Κάνω γκιˬότσι (μετοικῶ) Λεξ. Βυζ. Δημητρ. Ἔκαμε τὸ γκιˬόσι του (μετέβη πρὸς παραθερισμὸν) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἤρθανε νὰ κάμουνε γιˬότσι Ἄνδρ. ’Σ τὴ Χαρταλιμὴ ἔκαμε γκιˬότσι ἐφέτος Μ. Χουρμούζ., ἔνθ᾽ ἀν. β) Συνεκδ., ἡ ὑπὸ μετακόμισιν οἰκοσκευὴ Θράκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) -Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Οἱ Θρᾳκιˬῶτες δένονται τὰ γκιˬότσιˬα τους, χαιρετοῦν τὰ παρθένα βουνά τους Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/