γκιˬοὺ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬοὺ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γκιˬοὺ μόρ. ἐνιαχ. gιˬοὺ Κρὴτ. (Κατσιδ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
Ἔκφρασις δηλοῦσα τὸν ἀκατάληπτον ψίθυρον: ’Εγροίκουνα κ᾽ εἴχανε τόσο gιˬοὺ-gιˬού, μὰ δὲν ἐκατάλαβα εἶdα λέγανε Συνών. ψὶ-ψί, ψοὺ-ψού.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA