ἀπανωβελονεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωβελονεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπανωβελονεˬὰ ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ βελονεˬά.

Σημασιολογία

1) Ἡ ραφὴ ἡ διερχομένη διὰ τῶν ἄκρων δύο ἑνουμένων τεμαχίων ὑφάσματος ἢ ἐνδύματος, ἔπειτα δὲ τοξοειδῶς ἄνωθεν αὐτῶν σύνηθ. 2) Κέντημα μεταξωτὸν ἐπὶ ἄλλου κεντήματος σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/