γκιˬουβετσάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬουβετσάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γκιˬουβετσάδα ἡ, σύνηθ. γκιˬουβιτσάδα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκιˬουβέτσι καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -άδα (ΙΙ)
Σημασιολογία
1) Τὸ δι’ ἕν ἄτομον παρεσκευασμένον γκιˬουβέτσι 2, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Αὐτὸς ὁ λιγούρης ἔφαγε τὸ καταπέτασμα καὶ τώρα ὀρέγεται γκιˬουβετσάκι. Αὐτὴ ἡ ταβέρνα φημίζεται γιˬὰ τὰ γκιˬουβετσάκια της σύνηθ. 2) Γκιˬουβέτσα 2, τὸ ὑπ. βλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA