ἀσπροσίταρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροσίταρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπροσίταρο τό, σύνηθ. ἀσπρουσίταρου βόρ. ἰδιώμ. ἀσπρό᾽σταρον Πόντ. (Τραπ.) ἀσπρόσ᾽ταρο Κεφαλλ. Κύθηρ. κ.ἀ. ἀσπρό᾽ταρο Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. σιτάρι.

Σημασιολογία

1) Ποικιλία σίτου τοῦ κοινοῦ (triticum vulgare) μὲ στάχυν λευκάζοντα ἔνθ᾽ ἀν. Συνών ἄσπρο, δι᾽ ὃ ἰδ. ἄσπρος Β1ς, ἀσπροσίτι 1, ἀσπρόσιτος. 2) Ποικιλία σίτου τοῦ ὑβώδους (triticum turgidum) μὲ ὑπολεύκους ἐξωτερικῶς κόκκους Κερκ. Συνών. ἁσπροβελίτσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/