γουρουναρε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουναρε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουρουναρε͜ιὸ τό, Λεξ. Γαζ. (εἰς λ. συβόσιον) Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 286 γ᾽ρουναρε͜ιὸ Μακεδ. (Βέρ. Βρία Δάφν.) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Σάμ. γουρ᾽ναρε͜ιὸ Ἰκαρ. (Εὔδηλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αρε͜ιό.

Σημασιολογία

Χοιροστάσιον, στάβλος χοίρων, μέρος ἀκάθαρτον ἔνθ᾽ ἀν.: Τί θὰ τοῦ κἀνουμε ᾽δῶ γ᾽ρουναρε͜ιό; Σάμ. Γ᾽ρουναρε͜ιὸ τὀ ᾽κανις τοὺ σπίτ᾽ σ! Μ. Ἀσία (Κυδων.) Συνών. γκούτσα, γκουτσινοκούμασο, γούβα 6ε, γουρουνοκαλύβα, γουρουνοκάλυβο, γουρουνοκέλλι, γουρουνοκούμασο 1, γουρουνόλοτζιˬος, γουρουνομάντρα, γουρουνομάντρι, γουρουνόσπιτο 1, γουρουνοσταβλος, γουρουνοσταλε͜ιὸ 1, γουρουνότοπος, κουμάσι, λότζιˬος, ντορμπαρε͜ιό, χοιροκαλύβα, χοιροκάλυβο, χοιροκέλλι, χοιροκούμασο, χοιρομάντρι, χοιροστάσι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γ᾽ρουναρε͜ιὸ Θεσσ. (Ἀνατολ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/