ἀπανωβρακᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωβρακᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπανωβρακᾶτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’μπενοβρακᾶτος Πελοπν. (Γορτυν. Λεντεκ. Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπανωβράκι.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων δασὺ πτίλωμα εἰς τοὺς πόδας ἔνθ’ ἀν.: Αἴνιγμ. Ἕνας κόρακας ’μπενοβρακᾶτος | καὶ σιδερομουστακᾶτος, ὅταν ἁπλώσῃ τὰ φτερά του, | δὲν τηράει τί ’ν’ μπροστά του (ὁ ψύλλος) Οἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/