βασκαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασκαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βασκαίνω σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. βασκαίνου βόρ. ἰδιώμ. βασκάνω Ἀπουλ. ἀβασκαίνω Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. ἀβασκαίνου Β. Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Μακεδ. Σάμ. Σκίαθ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων. κ.ἀ. βασκαίνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀβασκάνου Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἀβασκάνω Πελοπν. (Μάν. Οἰν.) κ.ἀ. ἀβασκάνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) bασκαίνω Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ.) ἀbασκαίνω Κύuηρ. ἀπασκαίνω Ἤπ. ἀποσκαίνω Πελοπν. (Γύθ. Λακων. Μάν.) ἀποσκαίνου Πελοπν. (Μάν.) μασκαίνω Κίμωλ. Πελοπν. (Τριφυλ) μασκαίνου Ἤπ. (Ζαγόρ) ἀμασκαίνου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βασκαίνω.
Σημασιολογία
᾿Εξασκῶ ἐπί τινος διὰ τοῦ βλέμματος φθοροποιὸν ἐπίδρασιν φθονῶν ἢ θαυμάζων ἔνθ’ ἀν.: Μοῦ τὸ βάσκαναν τὸ παιδί μου. Βασκάθηκε τὸ παιδί μου σύνηθ. Νὰ μὴ βασκαθῇ! (εὐχὴ) κοιν. Συνών. βασκανίζω, ματιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA