γουρουνέας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνέας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουρουνέας ὁ, Μ. Στεφανίδ., Λαογρ. 10 (1929|32), 197 ἀγουρ᾽νέας Πελοπν. (Λάκων) ἀσγουρνέος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έας.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Οὐρόσπερμον τὸ πικριοειδὲς (Urospermum picrioides) τῆς Οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐμάζεψα ἀπὸ τὸ πλάγιˬο ἀσγουρνέους νὰ μαγερέψου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Συνών. ἀγριοζοχὸς 2, γουρουνέλι 2, πικραλίδα, χοιρινιˬά, χοιροβάρβαρο, χοιροβότανο, χοιρολαίμι, χοιροσερίδα, χοιρόχορτο, χοιρουνιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA