ἀπανωγόμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωγόμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωγόμι τό, σύνηθ. ἀπανωόμι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀπανουγόμ’ βόρ. ἰδιώμ. ’πανωγόμι πολλαχ. ’πανουγόμ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπανωγόμιον.

Σημασιολογία

1) Ἀπανωγόμαρο, ὃ ἰδ., σύνηθ.: Βάνω ᾿ς τὸ ζῷο ἀπανωγόμι σύνηθ. Δὲ bορῶ νὰ βάλω ἀπανωόμι τοῦ μουλαριˬοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔπεσε ἔτσι κουκλωμένες ἀπανωσάμαρα ἀνάμεσα ’ς τὰ δυˬὸ μ’γόμιˬα τὰ ξύλα τσαὶ φαινότανε σὰν ἀπανωγόμι (κουκλωμένες ἀντὶ κουκλωμένος) Σκῦρ. || Φρ. Ἔχω τὸν δεῖνα ἀπανωγόμι (πλὴν τῶν ἄλλων μου ὑποχρεώσεων ἀναγκάζομαι νὰ φροντίζω καὶ περὶ αὐτοῦ. Ἡ φρ. ἐν παραλλαγαῖς παλλαχ.) σύνηθ. Μᾶς γι’κι ’πανουγόμ’ (πολὺ ἐνοχλητικὸς) Σαμοθρ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.) || Παροιμ. Ἄν πῇς βαρύ ’ν’ τὸ φόρτωμα, καρτέρει ἀπανωγόμι (θὰ τιμωρηθῇς ἐὰν ζητήσῃς νὰ ἀπαλλαχθῇς οὐχὶ δυσβαστάκτου βάρους. Ἐπὶ τοῦ ἀδίκως ἢ ἀκαίρως παραπονουμένου) Πελοπν. (Λακων.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 695 (ἔκδ. Wagner σ. 165) «διὰ τ᾽ ἀπανωγόμια ποῦ βάνουν εἰς τὴν μέσην | καὶ βαρεοφορτώνουν σας ἕως νὰ ἀναπνῆτε». Συνών. ἀντίφορτο 2, ἀντιφόρτωμα. 2) Ἐπιρρηματ. ἀπανωγόμαρα, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Μαντίν. Οἰν.) Σκῦρ.: Βάλ’ το ’πανωγόμι Βούρβουρ. Ἅμα σ᾽κώνει, νὰ τ’ βάλωμε τσ’ ἄλλο ἀπανωγόμι Σκῦρ. Καβάλληκε ’πανωγόμι Οἰν. β) Ἐπὶ τῶν ὤμων Θεσσ.: Σὶ πῆρα ἀπανουγόμ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/