γουρουνέμπορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνέμπορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γουρουνέμπορος ὁ, ἐνιαχ. γουρουνέμbορος Χίος (Λιθ. Πισπιλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ ἔμπορος.

Σημασιολογία

Ὁ ἔμπορος χοίρων ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ Μιχάλης ἔκαμνεν τζαὶ τὸν γουρουνέμbορον (ἐκ διηγ.) Χίος (Πισπιλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/