βασκαντῆρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασκαντῆρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βασκαντῆρα ἡ, σύνηθ. βασκαdῆρα πολλαχ. βακαdῆρα Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀβασκαντῆρα Λεξ. Βλαστ. ἀβασκαdῆρα Σκόπ. βασκανθῆρα Λεξ. ΠΓενναδ. 816.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βασκαίνω.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀποτρόπαιον τῆς βασκανίας περίαπτον σύνηθ. Συνών βασκαντήρι, φυλαχτό, χαιμαλί. 2) Τὸ κέλυφος κηρύκων κογχυλίων καὶ ἄλλων χρησιμεῦον ὡς περίαπτον πολλαχ. 3) Τὰ ἑξῆς φυτὰ ἀποτρόπαια τῆς βασκανίας α) Ποτήριον τὸ κηπαῖον, συνών. αἱματόχορτο 1, ὃ ἰδ., πολλαχ. β) Βάλσαμο 2β, ὃ ἰδ., πολλαχ. Συνών. βασκαντούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA