γκιˬουγκιˬουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬουγκιˬουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκιˬουγκιˬουρίζω ἐνιαχ. gιˬουgιˬουρίζω Κρήτ. (Κατσιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκιˬουγκιˬούρα, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ gιˬουgιˬούρα.

Σημασιολογία

Συζητῶ λίαν χαμηλοφώνως, ὥστε μόνον ἀκατάληπτος ψίθυρος νὰ ἀκούεται ὑπὸ τῶν ἄλλων ἔνθ’ ἀν.: Μὰ εἶdα λέγατε καὶ σᾶς ἐγροίκουνα ἀποπα’ ὲ κ’ ἐgιˬουgιˬουρίζετε; (ἀποπαὲ=ἀπεδῶ) Γροικῶ τσι καὶ gιˬουgιˬουρίζουνε, μὰ δὲ γατέω εἶdα λένε. αὐτόθ. Συνών. μουρμουρίζω, φαφλατίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/