βασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βασμός ὁ, Εὔβ. (Στρόπον.) Θρᾴκ. (Καλαμ. Λούπιδ. Στέρν.) Κρήτ. Κύπρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βάζω (Ι).

Σημασιολογία

1) Βασμονή, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἄν.: Εἶναι πολὺ βασμὸς Καλαμ. Ἔκαμε μεγάλο βασμό Στερν Ἔ’ μιγάλου βασμὸ τοὺ πουτάμ’ Αἰτωλ Κατέβασανι τά ρέματα κὶ δὲν ἀκοῦς ἀποὺ τοὺ βασμὸ Στροπον 2) Ὁ σφυγμὸς Κρήτ.: Ὁ βασμός τον παίζει ὀγλήγορα καὶ πρέπει πῶς ἔχει καήλα. || ᾎσμ. Εἶδα σε πάλι σήμερο κ’ ἓπαῖξαν οἴ βασμοί μου, τρεῖς ὧρες ἥκαμε νἀ ’ρθῇ ὁ νοῦς ’ς τὴ gεφαλή μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/