γουρουνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουρουνίζω Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) - Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 107 - Λεξ. Βάιγ. Κομ. Ψύλλ. Μπριγκ. Δημητρ. γου᾽ουνίζου Σαμοθρ. γ᾽ρουνίζω Πελοπν. (Ἄνω Ἀστέρ. Οίτυλ.) - Λεξ. Πόππλετ. γ᾽ρουίζω Πελοπν. (Λεῦκτρ.) γκ᾽ρουνίζω Εὔβ. (Ξηροχώρ.) γκουρ᾽ίζου Β. Εὔβ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γουρουνίζω.
Σημασιολογία
1) Γρυλλίζω, φωνάζω ὡς χοῖρος Εὔβ. (Ξηροχώρ. κ.ἀ.) Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἄνω Ἀστέρ. Λεῦκτρ. Οἴτυλ.) Σαμοθρ. - Λεξ. Βάιγ. Κομ. Πόππλετ. Ψύλλ. Μπριγκ. Δημητρ.: Τὸ γ᾽ρούι γ᾽ρουίζει Λεῦκτρ. Ἄμα bυργιˬάσ᾽ ἡ κιὸς κ᾽ ἔναι δεμένο τὸ γου᾽ού᾽, γου᾽ουνίζ᾽ (ἅμα bυργιˬάσ᾽ ἡ κιὸς = ἅμα ἐπιδεινωθῇ ὁ καιρὸς) Σαμοθρ. Ἀντάκωσεν νὰ γουρουνίζῃ (ἡ λούτα), τ᾽ ἀλώπως ἔφαεν τὰ πίτερα μάνι - μάνι (ἀντάκωσεν = ἄρχισε, ἀλώπως = νομίζω πὼς) Πεδουλ. Σκυλλὶ δὲ γαβγίζ᾽, γίδ᾽ δὲ βιλάζ᾽, γ᾽ρού᾽ δὲ γκουρ᾽νίζ᾽ (ἐξ ἐπῳδ.) Εὔβ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. 2) Φέρομαι ἀγροίκως Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 107 - Λεξ. Μπριγκ. Βάιγ. Δημητρ. Συνών. γαιˬδουρεύω, γαιˬδουρίζω 1, γαιˬδουροβαστῶ, γαιˬδουροφέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA