γουρουνίστικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνίστικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουρουνίστικος ἐπίθ. Κεφαλλ. - Λεξ. Βάιγ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίστικος. ᾽Ο τὐπ. καὶ. εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) ᾽Ο προερχόμενος ἐκ χοίρου, ὁ χοίρειος ἔνθ᾽ ἀν.: Γουρουνίστικο κρέας Κεφαλλ. Συνών. γουρουνένιˬος, γουρουνερός, γουρουνήσιˬος, γουρουνίτικος, γουρουνίτσινος. 2) Ἀπρεπής, ἀγροῖκος ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ τρόπος του ἤτανε πολὺ γουρουνίστικος Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/