βάστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάστα ἡ, (Ἐπετ. Παρνασσ. 5,164).
Ετυμολογία
Ἡ προστ. τοῦ ρ. βαστῶ.
Σημασιολογία
Ὑπομονή: Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώκῃ ἀπομονή, ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώκῃ βάστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA