ἀπανωδίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωδίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπανωδίνω ἀμάρτ. ἀπανωδίδω Κρήτ. ἀπανωδούνω Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ ρ. δίνω.
Σημασιολογία
Κατὰ γ΄ πρόσ. μετὰ τῆς γενικῆς τῆς προσωπικῆς ἀντων. 1) Μοῦ ἔρχεται εἰς τὸν νοῦν, σκέπτομαι Κρήτ.: Ἐκει͜ὰ ποῦ ᾿κείτουμουνε μ’ ἀπανώδωκὲνε νὰ πά νὰ δῶ εἶdα κάνει. 2) Μοῦ ἔρχεται μεταμέλεια, μετανοῶ Κύθηρ.: Δὲ dοῦ ’δωσα ἀπάdησι κ’ ἔφυγα, ὕστερα ὅμως μοῦ ἀπανώδωσε g’ ἐγύρισα νὰ τοῦ τὰ ψάλω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA