γκιˬουλὲς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬουλὲς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκιˬουλὲς ὁ, (Ι) Α.Ρουμελ. (Καβακλ.) Ἤπ. (Κοκκιν. Κόνιτσ. Πάργ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κασταν.) Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον. Γαλατ. Γρεβεν. Φλορ κ.ἀ.) Πόντ. Στερελλ. (Ἀκαρναν. Περίστ. κ.ἀ.)-Ν. Πολίτ. Παραδ. 2, 1315 -Λεξ. Πρω. Δημητρ gιˬουλὲς Θρᾴκ. (Αἶν.) γκιˬολὲς Ἤπ. Θεσσ. (Καρδίτσ.) γκιˬουρλὲς Προπ. (Ἀρτάκ.) gιˬουρλὲς Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) κιˬουλὲς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πόντ. (Τραπ.) κιˬουλὲ ἡ, Πόντ. (Τραπ) Πληθ. γκιˬουλέδιˬα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. güle=σφαῖρα, ὀβὶς τηλεβόλου.
Σημασιολογία
1) Ὀβὶς τηλεβόλου ἔνθ’ ἀν.: Μὶ πῆρι ἕνας γκιˬουλὲς κατακέφαλα Στερελλ. (Περίστ.) || ᾎσμ. Πέφτουν τὰ τόπιˬα σὰ βροχὴ γκιˬουλέδις σὰ χαλάζι κιˬ αὐτὰ τὰ λειανοντούφικα σὰν τὴν ψιλὴ βροχούλα Μακεδ. (Γρεβεν.) β) Λίθος σφαιρικὸς Α. Ρουμελ.(Καβακλ.) Προπ. (Ἀρτάκ.)-Ν. Πολίτ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκιουλὲς καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Κρήτ. (Ρέθυμν.) Πελοπν. (Ἄργ. Τρίπ.) Στερελλ. (Λαμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA