γουρουνοασβὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοασβὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γουρουνοασβὸς ὁ, ἐνιαχ. γουρουνόασβος Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ ἀσβός.

Σημασιολογία

Τὸ θηλαστικὸν Τρόχος ὁ χοιροειδὴς (Meles taxus) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀρκτιδῶν (Ursidae) ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἄρκαλος, ἀσβός, ἀσβούδι, ἀσβούνι, μπουρσούκι, ὕστριγκας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/