ἀσπροσυννεφιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροσυννεφιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπροσυννεφιˬάζω Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσπροσυννεφιˬά.

Σημασιολογία

Καλύπτομαι ἀπὸ λευκὰ σύννεφα: ᾎσμ. Ἀσπροσυννέφιˬασ᾿ ὁ οὐρανός, σκοτείνιˬασεν ὁ τόπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/