βασταγὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασταγὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βασταγὴ ἡ, Σκίαθ. βασταὴ Κύπρ. ἀβασταγὴ Σκίαθ.-ΑΠαπαδιαμ. Χριστούγενν. τεμπέλη 111.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. βασταγή.
Σημασιολογία
1) Πᾶν ὅ,τι βαστάζει τις, βάρος ἔνθ’ ἀν.: Ἔφερεν μιˬὰν βασταὴν Κύπρ. 2) Δέμα Σκίαθ.-ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν.: «Ἡ Σκεύω εἶχε μίαν ἀβασταὴν καὶ μέσα εἰς τὴν ἀβασταγὴν εἶχε πλήρη τὴν γυναικείαν φορεσίαν της» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βασταγιˬὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA