γκιˬούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκιˬούλι τό, (Ι) Ἤπ. Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) γκούλι Καππ. (Δίλ.) γκιˬούλ’ Καππ. (Ἀραβάν.) γκιˬού’ Μακεδ. (Δεσκάτ.) γκιˬουλγκιούλι ἐνιαχ. κιˬούλι Καππ. (Ἀνακ.) - Χ. Παλαισ., Θάνατ. Εἰρην., 24.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. gul = ρόδον.
Σημασιολογία
1) Ρόδον, τριαντάφυλλον Ἤπ. Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Δίλ. κ.ἀ.) - Χ. Παλαισ., ἔνθ’ ἀν.: Ἔπ’κε ἐρυˬὸ φέγιˬα, τὸ ἕνα παιρὶ καὶ τὸ ἄλλο κορίτ’. Τὸ ἔνα γελᾷ, πέφτουν γκιˬούλια, τὸ ἄλλο κλαί’, πέφτουν τζεβαΐριˬα (ἔκαμε δύο παιδιά, τὸ ἕνα ἀγόρι, τὸ ἄλλο κορίτσι. τὸ ἕνα γελᾷ, πέφτουν τριαντάφυλλα, τὸ ἄλλο κλαίει, πέφτουν μαργαριτάρια) Ἀραβάν. || ᾌσμ. Ἄς πέσουν τ’ ἄνθιˬα ἀπάνω σου, τὰ γκιˬούλιˬα ’ς σὴν κορφή σου Καππ. ’Σ τὴ μέσην ἀπ’ τὴ θάλασσαν ἔχω φ’τεμένα γκιˬούλιˬα κιˬ ἂν τὰ διˬαβῇς, ἀγάπη μου, μὴ μοῦ τὰ κόψῃς οὕλα ἀγν. τόπ. || Ποίημ. Κ’ ἐπέθανεν ἡ Εἰρηνοῦ ὁ ἄγγελος τοῦ οὐρανοῦ, τὸ μυρισμένο κιˬούλι Χ. Παλαίσ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. τριαντάφυλλο. 2) Ὡραιότης, φιλαρέσκεια, Μακεδ. (Δεσκάτ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τόπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκιˬούλι Εὔβ. (Γραμπ.) Γκιˬούλη Εὔβ. (Κάρυστ.), ὡς ὅν. κόρ. Γκιˬουλιˬὰ Καππ. (Ἀνακ.) καὶ ὡς ἐπών. Γκιˬουλῆς Βιθυν. (Κουβούκλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA