γκιˬούλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬούλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκιˬούλι τό, (ΙΙ) Θρᾴκ. (Περίστασ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Μελιγαλ. Φιγάλ.) Τσακων.

Ετυμολογία

Ἀγν. ἐτυμολ. Κατὰ τὸν Μ. Δέφνερ. ὁ τύπ. Γκιˬούλι παράγεται ἐκ τοῦ ἀρχ. ἑλληνικοῦ τύλος. Βλ. Λεξ. Μ. Δέφνερ εἰς λ. γκιˬούλι.

Σημασιολογία

Δέσμη σπάγγου 5-6 μέτρων Πελοπν. (Γαργαλ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Μελιγαλ. Φιγάλ.) Τσακων.: Νό μου ἕνα γκιˬούλι σπάγγο νὰ ράψω τὸ σαμάρι της βασταγούρας (νό μου = δός μου, βασταγούρα = θήλεια ὄνος) Γαργαλ. β) Εἶδος ψευδοχρύσου κλωστῆς Θρᾴκ. (Περίστασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/