γουρουνόγλινα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνόγλινα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρουνόγλινα ἡ, Χίος γουρ᾽νόγλινα Στερελλ. (Αἰτωλ. Παρνασσ.) - Δ. Λουκοπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 197.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ γλίνα.

Σημασιολογία

Τὸ ἀναλυόμενον διὰ θερμάνσεως ἐντὸς δοχείου χοίρειον λίπος, τὸ χρησιμοποιούμενον εἰς τὴν μαγειρικὴν ἔνθ᾽ ἀν.: Δὲν τρώιτι ἡ γουρ᾽νόγλινα τοὺ καλουκαίρ᾽ Αἰτωλ Ἀλείβουν τὰ γίδιˬα μὲ γουρ᾽νόγλινα καὶ κε͜ιάφι ἀνακατωμένα (κε͜ιάφι ==θειάφι) Δ. Λουκοπ., Ποιμεν. Ρούμελ., 197. Συνών. ἄλειμμα 3β, ἀλοιφή, γλίνα 4, γουρουνάλειμμα 1, γουρουναλοιφή, γουρουνόλαδο, γουρουνόλιγδα, γουρουνόλιπα, γουρουνόλιπο, γουρουνόξυγγο, λίγδα, λίπα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/